- κηθάριον
- κηθάριον, τό, Dim. of κηθίς,A voting-urn, ballot-box, Ar.V.674.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] … Dictionary of Greek
κηθάριον — voting urn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθαρίου — κηθάριον voting urn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθάρια — κηθάριον voting urn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* … Dictionary of Greek